ησκιώνω

ησκιώνω
[ήσκιος]
1. (μτβ. και αμετβ.) σκιάζω, απλώνω τη σκιά μου πάνω σε κάτι («η κληματαριά ησκιώνει την είσοδο»)
2. (για σύννεφα) σκιάζω ή αποκρύπτω κάτι με τη σκιά μου
3. προκαλώ δυσάρεστη ατμόσφαιρα, καλύπτω κάτι με πέπλο ψυχικής ψυχρότητας («το επεισόδιο αυτό ήσκιωσε τη φιλία μας»)
4. (για δυσμενή αόρατα πνεύματα) προκαλώ ψυχική ταραχή και σύγχυση, συσκοτίζω τον νου («από τότε που ησκιώθηκε δεν μπορεί να δει μια καλή μέρα»)
5. παθ. ησκιώνομαι
(για τόπο) έχω πάνω μου απλωμένη τη σκιά δέντρου ή βράχου ή κτηρίου κ.λπ.
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ησκιωμένος, -η, -ο
(κατά τη λαϊκή αντίληψη) α. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό από την επίδραση πονηρού πνεύματος
β. αυτός που έχει καλή σκιά, χαριτωμένος, ελκυστικός («ησκιωμένη γυναίκα»)
7. (για δενδρόφυτους τόπους) αποκτώ σκιά («πότε να ησκιώσουν τα βουνά, να δροσερέψει ο κάμπος», Κρυστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ησκιώτεμα — το [ησκιωτεύω] το αποτέλεσμα τού ησκιώνω, το ήσκιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ησκιωτεύω < ησκιώνω] …   Dictionary of Greek

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… …   Dictionary of Greek

  • αήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν κάνει σκιά 2. (για ανθρώπους) βαρύς, αντιπαθητικός, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ησκιώνω < ήσκιος*. Η ετυμολογία δείχνει πως η ορθογραφία αΐσκιωτος (με ι ) δεν δικαιολογείται] …   Dictionary of Greek

  • αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… …   Dictionary of Greek

  • ησκιωσιά — η 1. ήσκιωμα, σκιά που απλώνεται κάπου 2. τόπος που έχει σκιά, τόπος σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησκιώνω + κατάλ. σιά (πρβλ. αρματω σιά < αρματώνω, θολω σιά < θολώνω)] …   Dictionary of Greek

  • ησκιωτικός — ή, ό [ησκιώνω] 1. (για τόπο) σκιερός, σκιαζόμενος 2. (για πράγματα ή δέντρα) αυτός που απλώνει πυκνή σκιά 3. το ουδ. ως ουσ. το (η)σκιωτικό πονηρό, κακοποιό πνεύμα, ήσκιος («στα χαλάσματα βγαίνουν τη νύχτα ησκιωτικά») …   Dictionary of Greek

  • ολοήσκιωτος — και ολοΐσκιωτος και ολόσκιωτος, η, ο αυτός που έχει πολλή σκιά, εντελώς σκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ησκιώνω (πρβλ. αλαφρ ήσκιωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”